- τοξικόδεντρο
- το, Νβοτ. α) γένος ευφορβιιδών που περιλαμβάνει δηλητηριώδη είδηβ) ονομασία τοξικού είδους τού γένους ρους.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. toxicodendron < λατ. toxicum «δηλητήριο» (< τοξικόν, βλ. λ. τοξικός) + -dendron (< δένδρον). Η λ., στον λόγιο τ. τοξικόδενδρον, μαρτυρείται από το 1847 στον Ιωάννη Πύρλα].
Dictionary of Greek. 2013.